- ἐπάξιος
- ἐπάξιος1 worthy
κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον I. 4.44
c. gen.φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.89
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον I. 4.44
c. gen.φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.89
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐπάξιος — a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάξιος — α, ο (AM ἐπάξιος, ία, ον) 1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατ αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.) 3.… … Dictionary of Greek
επάξιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται ή δίνεται σύμφωνα με αξία ή δίκαια, αντάξιος, που αξίζει τον κόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαξίων — ἐπάξιος a fem gen pl ἐπάξιος a masc/neut gen pl ἐπᾱξίων , ἐπάγνυμι break fut part act masc nom sg (doric) ἐπάγω bring on fut part act masc nom sg (doric) ἐπᾱξίων , ἐπαξιόω think right imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπᾱξίων , ἐπαξιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαξίως — ἐπάξιος a adverbial ἐπάξιος a masc acc pl (doric) ἐπᾱξίως , ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάξιον — ἐπάξιος a masc acc sg ἐπάξιος a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαξίαις — ἐπάξιος a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαξίοις — ἐπάξιος a masc/neut dat pl ἐπᾱξίοις , ἐπάγνυμι break fut opt act 2nd sg (doric) ἐπάγω bring on fut opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαξίους — ἐπάξιος a masc acc pl ἐπᾱξίους , ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαξίῳ — ἐπάξιος a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάξια — ἐπάξιος a neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)